ὀρθόστατος

From LSJ
Revision as of 17:54, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθόστᾰτος Medium diacritics: ὀρθόστατος Low diacritics: ορθόστατος Capitals: ΟΡΘΟΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: orthóstatos Transliteration B: orthostatos Transliteration C: orthostatos Beta Code: o)rqo/statos

English (LSJ)

ον, upstanding, upright, κλίμακες E.Supp.497 codd.; but v. foreg.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se tient droit, debout.
Étymologie: ὀρθός, ἵστημι.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθόστᾰτος: -ον, ὁ ὄρθιος ἱστάμενος, ὄρθιος, κλίμακες Εὐρ. Ἱκέτ. 497.

Greek Monolingual

ὀρθόστατος, -ον (Α)
αυτός που στέκεται όρθιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -στατος (< θ. στα- του ἵστημι), πρβλ. νεό-στατος].

Greek Monotonic

ὀρθόστᾰτος: -ον (στῆναι), αυτός που στέκεται ορθός, όρθιος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρθόστᾰτος: прямо поставленный, приставленный (к городской стене) (κλίμακες Eur.).

Middle Liddell

ὀρθό-στᾰτος, ον, στῆναι
upstanding, upright, Eur.