ὠκυεπής

From LSJ
Revision as of 18:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκῠεπής Medium diacritics: ὠκυεπής Low diacritics: ωκυεπής Capitals: ΩΚΥΕΠΗΣ
Transliteration A: ōkyepḗs Transliteration B: ōkyepēs Transliteration C: okyepis Beta Code: w)kueph/s

English (LSJ)

ές, quick-speaking, of Apollo, AP9.525.25.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à la parole agile.
Étymologie: ὠκύς, ἔπος.

Greek (Liddell-Scott)

ὠκυεπής: -ές, γεν. έος, ὁ ταχέως ὁμιλῶν, Ἀπόλλων Ἀνθ. Παλατ. 9.525.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που μιλά γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -επής (< ἔπος «λόγος»), πρβλ. πολυ-επής].

Greek Monotonic

ὠκυεπής: -ές, γεν. -έος (ἔπος), αυτός που μιλάει γρήγορα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὠκῠεπής: быстро говорящий, с плавно льющейся речью (Ἀπόλλων Anth.).

Middle Liddell

ὠκυ-επής, ές ἔπος
quick-speaking, Anth.