δαγύς
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
ῦδος, ἡ, wax doll, used in magic rites, puppet, Theoc.2.110.
Spanish (DGE)
(δᾱγύς) -ῦδος, ἡ muñeca de cera Erinn.SHell.401.21, Theoc.2.110.
German (Pape)
[Seite 513] ῦδος, ἡ, eine wächserne Puppe der Zauberer, Theocr. 2, 110 (die Lesart δατύς des Hesych. ist minder gut), scheint thessalisch, vgl. κοροκόσμιον.
French (Bailly abrégé)
ῦδος (ἡ) :
poupée de cire en usage dans les opérations de magie.
Étymologie: DELG pas d'étym.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαγύς -ῦδος, ἡ pop (van was, gebruikt bij magische rituelen).
Russian (Dvoretsky)
δᾱγύς: ῦδος ἡ восковая кукла (для магических воздействий через нее) Theocr.
Greek Monolingual
δογύς (δαγῡδος), η (Α)
μικρό κέρινο ομοίωμα ανθρώπου, κούκλα που χρησίμευε συνήθως σε μαγικές τελετές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τεχνικό όρο της δωρικής διαλέκτου, άγνωστης ετυμολογίας].
Greek Monotonic
δᾱγύς: -ῦδος, ἡ, κέρινη κούκλα, μαριονέτα, σε Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
δᾱγύς: ῦδος, ἡ, ἐκ κηροῦ πλαγγ ὼν χρησιμεύουσα εἰς μαγικὰς τελετάς, Θεόκρ. 2. 110· ἔνθα ἕτεροι δατύς. (Πιθ. λέξις Θεσσαλ., πρβλ. Voss Βεργ. Ἐκλ. 2. 73), πρβλ. κοροκόσμιον.
Frisk Etymological English
-ῦδος
Grammatical information: f.
Meaning: puppet of wax (Theoc. 2, 110).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Technical word of foreign origin. Etymology unknown. Prob. a Pre-Greek word (in -υδ-),
Middle Liddell
Frisk Etymology German
δαγύς: -ῦδος
{dāgús}
Grammar: f.
Meaning: Wachspuppe (Theok. 2, 110, Erinn.).
Etymology: Technisches Fremdwort ohne Etymologie.
Page 1,337