παρακίω
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
English (LSJ)
[ῐ], pass by, τινα Il. 16.263 (tm.).
German (Pape)
[Seite 483] (s. κίω), vorbeigehen, τινά, Il. 16, 263, in tmesi.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-κίω voorbijgaan.
Russian (Dvoretsky)
παρακίω: проходить мимо: παρά τίς τε κιὼν ἄνθρωπος ὁδίτης Hom. какой-л. мимо идущий путник.
Greek Monolingual
Α
περνώ μπροστά ή κοντά από κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κίω «πορεύομαι, βαδίζω»].
Greek Monotonic
παρακίω: [ῐ], περνώ από κοντά, τινά, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
παρακίω: [ῐ], παρέχομαι, «περνῶ ἀπὸ κοντά», τινά Ἰλ. Π. 263, ἐν τμήσει.
Middle Liddell
to pass by, τινά Il.