παρασκευαστός

From LSJ
Revision as of 21:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασκευαστός Medium diacritics: παρασκευαστός Low diacritics: παρασκευαστός Capitals: ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΟΣ
Transliteration A: paraskeuastós Transliteration B: paraskeuastos Transliteration C: paraskevastos Beta Code: paraskeuasto/s

English (LSJ)

ή, όν, that can be provided or procured, Pl.Prt.319b, 324c.

German (Pape)

[Seite 498] was herbeigeschafft oder bereitet werden kann, μηδ' ὑπ' ἀνθρώπων παρασκευαστόν, Plat. Prot. 319 b, vgl. 324 a.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
que l'on peut préparer ou se procurer.
Étymologie: παρασκευάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρασκευαστός -ή -όν [παρασκευάζω] te verschaffen.

Russian (Dvoretsky)

παρασκευαστός: могущий быть приготовленным или устроенным (ὑπ᾽ ἀνθρώπων ἀνθρώποις Plat.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
παρασκευάζω
αυτόν που μπορεί κανείς να παρασκευάσει ή να παράσχει.

Greek (Liddell-Scott)

παρασκευαστός: -όν, ὃν δύναταί τις νὰ παρασκευάσῃ ἢ παράσχῃ Πλάτ. Πρωτ. 319Β, 324C.

Middle Liddell

παρασκευαστός, όν [from παρασκευάζω
that can be provided, Plat.