πεφυλαγμένως

From LSJ
Revision as of 21:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεφῠλαγμένως Medium diacritics: πεφυλαγμένως Low diacritics: πεφυλαγμένως Capitals: ΠΕΦΥΛΑΓΜΕΝΩΣ
Transliteration A: pephylagménōs Transliteration B: pephylagmenōs Transliteration C: pefylagmenos Beta Code: pefulagme/nws

English (LSJ)

Adv., (φυλάσσω) with due caution, X.An.2.4.24, Eq.Mag.6.2, Aen.Tact.15.7, D.7.29, Plu.Oth.7,al., Luc.Philops.6; πρός τι π. ἔχειν Isoc.8.97.

German (Pape)

[Seite 607] adv. zum part. perf. pass. von φυλάσσω, vorsichtig, Xen. An. 2, 4, 24 u. sonst.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec précaution.
Étymologie: part. pf. Pass. de φυλάσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεφυλαγμένως, adv. van ptc. perf. med.-pass. van φυλάττω, op voorzichtige wijze, op verstandige wijze.

Russian (Dvoretsky)

πεφῠλαγμένως:
1) соблюдая предосторожности, осторожно Xen., Dem., Isocr.;
2) в безопасности Xen.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. με προφύλαξη, προσεκτικά
2. φρ. «πεφυλαγμένως ἔχω πρὸς τι» — είμαι προσεκτικός για κάποιο πράγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. πεφυλαγμένος του φυλάσσω.

Greek Monotonic

πεφῠλαγμένως:1. επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του φυλάσσω, προσεκτικά, επιφυλακτικά, συνετά, σε Ξεν., Δημ.
2. με ασφάλεια, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

πεφῠλαγμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ φυλάσσω, μετὰ προφυλάξεως, μετὰ προσοχῆς, Ξεν. Ἀνάβ. 2. 4, 24, Δημ. 83 ἐν τέλ.· π. ἔχειν πρός τι Ἰσοκρ. 178Ε. 2) ἀσφαλῶς, Ξεν. Ἱππαρχικ. 6, 2.

Middle Liddell

[adverb from perf. pass. part. of φυλάσσω
1. cautiously, Xen., Dem.
2. safely, Xen.