πολυσύλλαβος

From LSJ
Revision as of 21:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυσύλλᾰβος Medium diacritics: πολυσύλλαβος Low diacritics: πολυσύλλαβος Capitals: ΠΟΛΥΣΥΛΛΑΒΟΣ
Transliteration A: polysýllabos Transliteration B: polysyllabos Transliteration C: polysyllavos Beta Code: polusu/llabos

English (LSJ)

ον, polysyllabic, D.H.Comp.11, Luc. Nec.9.

German (Pape)

[Seite 674] vielsylbig; Luc. Necyom. 9; Gramm.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
formé de plusieurs syllabes, polysyllabique.
Étymologie: πολύς, συλλαβή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυσύλλαβος -ον [πολύς, συλλαβή] met veel lettergrepen, polysyllabisch.

Russian (Dvoretsky)

πολυσύλλᾰβος: многосложный (ὀνόματα Luc.).

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυσύλλαβος, -ον, ΝΜΑ
γραμμ. (κυρίως για λέξη) αυτός που σύγκειται από πολλές συλλαβές.
επίρρ...
πολυσυλλάβως ΝΜΑ
με πολλές συλλαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σύλλαβος (< συλλαβή), πρβλ. μονο-σύλλαβος].

Greek Monotonic

πολῠσύλλᾰβος: -ον (συλλαβή), πολυσύλλαβος, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠσύλλαβος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς συλλαβάς, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 11, Λουκ. Νεκυομ. 9.

Middle Liddell

πολῠσύλλᾰβος, ον, συλλαβή
polysyllabic, Luc.