προεπίσταμαι
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
know or understand beforehand, Pl.Grg.459e, X. Cyr.4.3.12, Isoc.9.12, Arist.APr.67a22, Ael.NA7.8, etc.
German (Pape)
[Seite 721] (s. ἐπίσταμαι), vorher-, vorauswissen; Plat. Gorg. 459 e; Xen. Cyr. 4, 3, 12.
French (Bailly abrégé)
savoir d'avance.
Étymologie: πρό, ἐπίσταμαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-επίσταμαι tevoren weten, tevoren ervaring hebben met.
Russian (Dvoretsky)
προεπίστᾰμαι: знать заранее (τι Plat.): προεπιστάμεθα γὰρ τοῦτο Xen. ведь мы это давно знаем.
Greek Monolingual
Α ἐπίσταμαι
γνωρίζω καλά κάτι εκ τών προτέρων.
Greek Monotonic
προεπίστᾰμαι: αποθ., γνωρίζω ή καταλαβαίνω από πριν, σε Πλάτ., Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
προεπίστᾰμαι: ἀποθ., ἐπίσταμαι, γινώσκω ἢ ἐννοῶ ἐκ τῶν προτέρων, Πλάτ. Γοργ. 459Ε, Ξεν. Κύρ. 4. 3, 12, Αἰλ. π. Ζ. 7. 8, κτλ.
Middle Liddell
Dep. to know or understand beforehand, Plat., Xen.