πληθώρη
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
German (Pape)
[Seite 632] ἡ, 1) Fülle, Anfüllung, ἀγορῆς = ἀγορὰ πλήθουσα, Her. 2, 173. 7, 223, die Zeit, wenn sich der Markt mit Menschen füllt. – 2) Sättigung, Befriedigung, εὐπρηξίης οὐκ ἔστι ἀνθρώποισι πληθώρη, Her. 7, 49, 2; S tob. – 3) bei den Aerzten, Überfülle an Säften, Vollblütigkeit.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 plénitude : πληθώρη ἀγορῆς HDT heure où l'agora est remplie de monde (cf. πλήθω);
2 surabondance ; satiété.
Étymologie: πλήθω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πληθώρη -ης, ἡ Ion. voor πληθώρα.
Russian (Dvoretsky)
πληθώρη: ἡ
1) наполнение: π. ἀγορῆς Her. наполнение рыночной площади народом, т. е. самое людное время дня (между 10 и 14 часами);
2) (предельная) полнота, насыщенность: εὐπρηξίης οὐκ ἔστι ἀνθρώποισι π. Her. для людей нет полного благополучия.
Greek Monotonic
πληθώρη: ἡ, Ιων. λέξη,
I. πληρότητα, πληθώρη ἀγορῆς = ἀγορὰ πληθοῦσα, σε Ηρόδ.· βλ. ἀγοράν.
II. κορεσμός, χόρτασμα, ικανοποίηση, στο ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
πληθώρη: ἡ, Ἰων. λέξις, σημαίνουσα τὸ εἶναί τι πλῆρες, πληθώρη ἀγορῆς, = ἀγορὰ πλήθουσα, Ἡρόδ. 2. 173., 7. 223· ἴδε ἐν λ. ἀγορὰ IV. II. κόρος, χορτασμός, ὁ αὐτ. 7. 49, 2, Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 389. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς ἰατρ., πλησμονὴ αἵματος ἢ χυμῶν, Ἀλεξάνδ. Ἀφροδ. Προβλ. 2. 10, Γαλην. (Ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ πλήθω, ὡς τὸ ἐλπωρὴ ἐκ τοῦ ἕλπω).
Middle Liddell
πληθώρη, ἡ,
I. ionic word, fulness, πλ. ἀγορῆς, = ἀγορὰ πλήθουσα, Hdt.; v. ἀγορά V.
II. fulness, satiety, Hdt.