συνεστραμμένως
μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them
English (LSJ)
Adv., (συστρέφω) as if twisted up, σ. εἰπεῖν speak tersely, Arist.Rh.1401a5 (v.l.).
French (Bailly abrégé)
adv.
d'une manière serrée.
Étymologie: συνεστραμμένος, part. pf. Pass. de συστρέφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνεστραμμένως, adv. van het ptc. perf. med. van συστρέφω, bondig.
Russian (Dvoretsky)
συνεστραμμένως: сжато (εἰπεῖν Arst.).
Greek Monolingual
Α
επίρρ. (για λόγο) με πολλές περιστροφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνεστραμμένος του συστρέφω.
Greek Monotonic
συνεστραμμένως: επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του συστρέφω, ξεκάθαρα, χωρίς περιστροφές, με συντομία, με γλαφυρό, πεποικιλμένο ύφος, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
συνεστραμμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ συστρέφω, κατὰ τρόπον συνεστραμμένον, σ. εἰπεῖν, συντόμως, Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 2.