πατροῦχος

From LSJ
Revision as of 23:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατροῦχος Medium diacritics: πατροῦχος Low diacritics: πατρούχος Capitals: ΠΑΤΡΟΥΧΟΣ
Transliteration A: patroûchos Transliteration B: patrouchos Transliteration C: patroychos Beta Code: patrou=xos

English (LSJ)

παρθένος, ἡ, heiress, Hdt.6.57 codd. (fort. πατρῳοῦχος, cf. πατρωϊῶχος).

German (Pape)

[Seite 536] παρθένος, ἡ, ein Mädchen, das des Vaters ganzes Vermögen allein geerbt dat, ohne Mütter oder Geschwister zu Miterben zu haben, Her. 6, 57; vgl. XLL., bes. Tim. lex. Plat.; es entspricht dem attischen ἐπίκληρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui hérite de tous les biens paternels.
Étymologie: πατήρ, ἔχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πατροῦχος -ον [πατήρ, ἔχω] erf-:. πατρούχου τε παρθένου πέρι ten aanzien van een erfdochter Hdt. 6.57.4.

Russian (Dvoretsky)

πατροῦχος: владеющий всем отцовским наследством: ἡ π. παρθένος Her. единственная наследница отцовского имущества.

Greek (Liddell-Scott)

πατροῦχος: παρθένος, ἡ, ἡ μόνη κληρονόμος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν συγκληρονόμον, Ἡρόδ. 6. 57, πρβλ. Ruhnk Tim.· - ἡ Δωρ. λέξ. ἦτο παμῶχος, καὶ ἡ Ἀττ. ἐπίκληρος, - Κατὰ Σουΐδ.: «πατρούχου παρθένου, τῆς ὀρφανῆς καὶ ἐπιλήρου, ᾗ προσήκει τὰ τοῦ πατρὸς ἔχειν».

Greek Monolingual

-ον, Α
φρ. «πατροῦχος παρθένος» — η επίκληρος, η μόνη κληρονόμος της πατρικής περιουσίας ορφανή κόρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται πιθ. από ένα τ. πατρῳοῦχος < πατρῷος + -οῦχος (πρβλ. και πατρωϊῶχος)].

Greek Monotonic

πατροῦχος: ἡ, κληρονόμος του πατέρα· πατροῦχος παρθένος, η μόνη κληρονόμος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

πατρ-οῦχος, ἡ,
holding from the father: π. παρθένος a sole-heiress, Hdt.