σπογγίζω
English (LSJ)
or σφ-, A wipe with a sponge, Ar.Th.247; τὰ βάθρα D.18.258; τὰ ὑποδήματα Arr.Epict.2.22.31, Ath.8.351a (Pass.). II wipe away, τὸν ἱδρῶτα . . ἀπ' ἐμοῦ σπόγγισον Pherecr.53.
German (Pape)
[Seite 922] mit dem Schwamme abwischen; Ar. Th. 247; τὰ βάθρα, Dem. 18, 258; ὡς εἶδεν ἐσπογγισμένα τὰ ὑποδήματα, Ath. VIII, 351 a.
French (Bailly abrégé)
éponger, nettoyer, laver avec une éponge, acc..
Étymologie: σπόγγος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπογγίζω [σπόγγος] fut. 3 sing. σπογγιεῖ Aristoph. Th. 247, met een spons schoonmaken, afsponzen.
Russian (Dvoretsky)
σπογγίζω: мыть или вытирать губкой (τι Arph., Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
σπογγίζω: μέλλ. -ίσω, ἀπομάττω διὰ σπόγγου, Ἀριστοφ. Θεσμ. 247· τὰ βάθρα Δημ. 313. 12· τὰ ὑποδήματα Ἀθήν. 351Α, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 22, 31. ΙΙ. σπογγίζων ἀποβάλλω, ἀποψήχω, «σφογγίζω», τὸν ἱδρῶτα… ἀπ’ ἐμοῦ σπόγγισον Φερεκρ. ἐν «Ἐπιπλήσμονι» 7.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
βλ. σφουγγίζω.
Greek Monotonic
σπογγίζω: μέλ. -ίσω (σπόγγος), σκουπίζω με σφουγγάρι, σφουργγίζω, σε Δημ.