τριβωνικῶς

From LSJ
Revision as of 00:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐβωνικῶς Medium diacritics: τριβωνικῶς Low diacritics: τριβωνικώς Capitals: ΤΡΙΒΩΝΙΚΩΣ
Transliteration A: tribōnikō̂s Transliteration B: tribōnikōs Transliteration C: trivonikos Beta Code: tribwnikw=s

English (LSJ)

Adv. in the fashion of a τρίβων (A), χλαῖναν ἀναβαλοῦ τ. Ar.V.1132.

French (Bailly abrégé)

adv.
en guise de surtout.
Étymologie: τρίβων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριβωνικῶς [τρίβων] adv., kom. woordspeling op τρίβων sub 1 en 2, op de manier van een versleten jas / geroutineerd.

Russian (Dvoretsky)

τρῐβωνικῶς: на манер рубища Arph.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐβωνικῶς: Ἐπίρρ., τὸν τρίβων’ ἄφες, τηνδὶ δὲ χλαῖναν ἀναβαλοῦ τριβωνικῶς, ὥσπερ τριβώνιον, Ἀριστοφ. Σφ. 1132.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. σαν τριβώνιο («τὸν τρίβων' ἄφες, τηνδὶ δὲ χλαῑναν ἀναβαλοῦ τριβωνικῶς», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο επίθ. τριβωνικός (< τρίβων «είδος ενδύματος») + επιρρμ. κατάλ. -ῶς].

Greek Monotonic

τρῐβωνικῶς: επίρρ. όπως ο τρίβων, μυστηριωδώς, με πανουργία, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

like a τρίβων, cloak-wise, Ar.