αἱμόρραντος

From LSJ
Revision as of 10:53, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱμόρραντος Medium diacritics: αἱμόρραντος Low diacritics: αιμόρραντος Capitals: ΑΙΜΟΡΡΑΝΤΟΣ
Transliteration A: haimórrantos Transliteration B: haimorrantos Transliteration C: aimorrantos Beta Code: ai(mo/rrantos

English (LSJ)

ον, (ῥαίνω) blood-sprinkled, θυσίαι E.Alc.134 (anap), cf.IT225 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον
salpicado de sangre θυσίαι E.Alc.134, cf. IT 225.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
arrosé de sang.
Étymologie: αἷμα, ῥαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἱμόρραντος -ον αἷμα, ῥαίνω druipend van het bloed.

Russian (Dvoretsky)

αἱμόρραντος: обрызганный кровью (θυσίαι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

αἱμόρραντος: -ον, (ῥαίνω) = ὁ ἐρραντισμένος δι’ αἵματος, βεβαμμένος αἵματι· θυσίαι, Εὐρ. Ἄλκ. 135· ξεῖνοι, ὁ αὐτ. Ι. Τ. 225.

Greek Monotonic

αἱμόρραντος: -ον (ῥαίνω), ραντισμένος, ψεκασμένος με αίμα, σε Ευρ.

Middle Liddell

ῥαίνω
blood-sprinkled, Eur.