παραδραμεῖν
From LSJ
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
v. παρατρέχω.
German (Pape)
[Seite 477] inf. aor. II. zu παρατρέχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραδραμεῖν inf. aor. act. van παρατρέχω.
Russian (Dvoretsky)
παραδρᾰμεῖν: inf. aor. 2 к παρατρέχω.
Greek (Liddell-Scott)
παραδρᾰμεῖν: ἴδε τὸ ῥῆμα παρατρέχω.
Greek Monotonic
παραδρᾰμεῖν: αόρ. βʹ του παρατρέχω.