πολυφαγία

From LSJ
Revision as of 11:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυφᾰγία Medium diacritics: πολυφαγία Low diacritics: πολυφαγία Capitals: ΠΟΛΥΦΑΓΙΑ
Transliteration A: polyphagía Transliteration B: polyphagia Transliteration C: polyfagia Beta Code: polufagi/a

English (LSJ)

ἡ, excess in eating, Arist.GA768b29, Ph.1.686, Plu.2.624a, Iamb.Protr. 2.

German (Pape)

[Seite 675] ἡ, das Vielessen; Arist. gen. an. 4, 3; Nicol. bei Ath. X, 415 f.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
gourmandise, voracité.
Étymologie: πολύς, φαγεῖν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυφαγία -ας, ἡ [πολύφαγος] vraatzucht.

Russian (Dvoretsky)

πολυφᾰγία:прожорливость Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠφᾰγία: ἡ, ὑπερβολὴ ἐν τῷ τρώγειν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 3, 20, Πλούτ. 2. 624Α.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
η ιδιότητα του πολυφάγου, το να τρώει κανείς πολύ ή περισσότερο απ' ό,τι χρειάζεται, αδηφαγία, λαιμαργία
νεοελλ.
ιατρ. υπερβολική επιθυμία για λήψη τροφής η οποία δεν περιορίζεται από την αίσθηση κορεσμού, αποτελεί ένα από τα συμπτώματα εκδήλωσης του διαβήτη και παρατηρείται σε ορισμένες φυλές, ενώ έχει σχέση με το περιβάλλον και την κληρονομική προδιάθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολύφαγος. Ο τ. ως νεοελλ. επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. polyphagie].