δήκτης

From LSJ
Revision as of 12:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δήκτης Medium diacritics: δήκτης Low diacritics: δήκτης Capitals: ΔΗΚΤΗΣ
Transliteration A: dḗktēs Transliteration B: dēktēs Transliteration C: diktis Beta Code: dh/kths

English (LSJ)

ου, ὁ, biter, E.Fr.555: metaph. as adjective, δ. λόγος Plu.2.55b: with neut. Subst., δήκτᾳ στόματι APl.4.266.7.

Spanish (DGE)

-ου
1 que muerde, mordedor, hiriente οὐ δῆκταί πως κύνες εἰσὶ θεοί E.Fr.555 (= Call.SHell.239.5), πέλεκυς Call.SHell.276.5, de caballos πονηροὶ καὶ δῆκται Hippiatr.115.2, cf. 104.3.
2 fig. mordaz, mordiente λόγος Plu.2.55b, στόμα (Μώμου) AP 16.266.

German (Pape)

[Seite 559] ὁ, beißend, verletzend; στόμα Ep. ad. 273 (Plan. 266); λόγος Plut. ad. et am. discr. 16.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui mord, mordant.
Étymologie: δάκνω.

Russian (Dvoretsky)

δήκτης: ου adj. m Plut. = δηκτήριος.

Greek (Liddell-Scott)

δήκτης: -ου, ὁ, (δάκνω) ὁ δάκνων, Ποιητὴς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 106· δ. λόγος Πλούτ. 2. 55Β· ― μετ’ οὐδετ. οὐσιαστ., δήκτᾳ στόματι Ἀνθ. Πλαν. 4. 266.

Greek Monolingual

ο (AM δήκτης) δάκνω
αυτός που δαγκώνει, ο δηκτικός.

Greek Monotonic

δήκτης: -ου, ὁ (δάκνω), αυτός που δαγκώνει, που τσιμπά, σε Ανθ.

Middle Liddell

δάκνω, a biter, Anth.