δόμονδε

From LSJ
Revision as of 13:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δόμονδε Medium diacritics: δόμονδε Low diacritics: δόμονδε Capitals: ΔΟΜΟΝΔΕ
Transliteration A: dómonde Transliteration B: domonde Transliteration C: domonde Beta Code: do/monde

English (LSJ)

Adv. homeward, Hom.; ὅνδε δόμονδε to his own house, Od.1.83; also δόμον Archestr.Fr.26.

Spanish (DGE)

adv. a o hacia casa ὅνδε δόμονδε a su casa, Il.16.445, Hes.Sc.38, de Odiseo Od.1.83, πρόφρων <δ'> ὑπέδεκτο δ. Λάβαν benévolo le acogió en su casa Labán Theodotus SHell.759.5.

French (Bailly abrégé)

adv.
à la maison, vers la maison avec mouv.
Étymologie: δόμος, -δε.

Russian (Dvoretsky)

δόμονδε: adv. домой, в дом: νοστῆσαι ὅνδε δ. Hom. вернуться к себе на родину.

Greek (Liddell-Scott)

δόμονδε: ἐπίρρ., εἰς τὸν οἶκον, οἴκαδε, ὡς τὰ οἶκόνδε, οἴκαδε, Ὅμ.· ὅνδε δόμονδε, εἰς τὴν οἰκίαν του, Ὀδ. Α. 83· οὕτω, δόμον Ἀρχέστρ. παρ' Ἀθην. 327D.

English (Autenrieth)

adv., into the house, Od. 22.479; homeward, home, Il. 24.717 ; ὅνδε δόμονδε, to his house, to his home.

Greek Monolingual

δόμονδε επίρρ. (Α)
στο σπίτι, στην πατρίδα.

Greek Monotonic

δόμονδε: επίρρ., στο σπίτι, στην πατρίδα, προς το σπίτι, προς την πατρίδα, σε Όμηρ.· ὅνδε δόμονδε, στο δικό του σπίτι, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

adverb
home, homeward, Hom.; ὅνδε δόμονδε to his own house, Od.