εἰρηναῖος

From LSJ
Revision as of 13:01, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn

Menander, Monostichoi, 292
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰρηναῖος Medium diacritics: εἰρηναῖος Low diacritics: ειρηναίος Capitals: ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ
Transliteration A: eirēnaîos Transliteration B: eirēnaios Transliteration C: eirinaios Beta Code: ei)rhnai=os

English (LSJ)

α, ον, A peaceful, εἰρηναῖον εἶναί τινι to live peaceably with any one, Hdt.2.68; οὐδὲν εἰ. ἀπαγγέλλειν Th.1.29; τὰ εἰρηναία = matters of peace, Hdt.6.57; εἰ. βίος Phld.Oec.p.20J.; εἰ. καὶ βέβαιος πλοῦς Dion. Byz.24: Sup., Max.Tyr.30.5. Adv. εἰρηναίως Hdt.3.145, Phld.Oec. p.39J. II εἰρηναῖον, τό, = Lat. Templum Pacis, D.C.72.24.

German (Pape)

[Seite 735] friedlich, ruhig; καί σφι ταῦτα μὲν εἰρηναῖα ἦν Her. 6, 42; ὁ δὲ τροχίλος εἰρηναῖόν οἵ ἐστι, lebt mit ihm im Frieden, 2, 68; ὁ κήρυξ ἀπήγγειλεν οὐδὲν εἰρηναῖον παρὰ τῶν Κορινθίων Thuc. 1, 29; was im Frieden geschieht, Her. 6, 57. – Adv. εἰρηναίως, Her. 3, 154.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
pacifique ; τὰ εἰρηναῖα HDT les prérogatives (des rois lacédémoniens) en temps de paix.
Étymologie: εἰρήνη.

Russian (Dvoretsky)

εἰρηναῖος: мирный: εἰ. τινι εἶναι Her. жить в мире с кем-л., но ταῦτά σφι εἰρηναῖα ἦν Her. это умиротворило их; εἰρηναῖόν τι ἀπαγγεῖλαι παρά τινος Thuc. прийти от кого-л. с мирными предложениями.

Greek (Liddell-Scott)

εἰρηναῖος: -α, -ον, εἰρηνικός, εἰρηναῖον εἶναί τι Ἡρόδ. 2. 68, Θουκ. 1. 29· τὰ εἰρηναῖα, τὰ δικαιώματα ὧν ἀπέλαυον οἱ Βασιλεῖς τῆς Σπάρτης ἐν καιρῷ εἰρήνης, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἐμπολέμια, Ἡρόδ. 6. 56, 57. - Ἐπίρρ. -ως ὁ αὐτ. 3. 145.

Greek Monolingual

εἰρηναῖος, -α, -ον (AM)
1. ειρηνικός
2. αυτός που γίνεται στη διάρκεια της ειρήνης
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εἰρηναῖον
ναὸς τὴς ειρήνης.

Greek Monotonic

εἰρηναῖος: -α, -ον, ειρηνικός, φίλος της ειρήνης, σε Ηρόδ.· τὰεἰρηναῖα, οι καρποί της ειρήνης, στον ίδ.· επίρρ. -ως, στον ίδ.

Middle Liddell

εἰρηναῖος, η, ον [from εἰρήνη
peaceful, peaceable, Hdt.: τὰ εἰρηναῖα the fruits of peace, Hdt.: adv. -ως, Hdt.