εὐβίοτος
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
English (LSJ)
[ῐ], ον, A easily finding their food, of certain animals, Arist. HA609b19, 615a18. II leading an honest life, respectable, D.C. 52.39, prob. in Antioch Astr. in Cat.Cod.Astr.1.110: written -βίωτος in IG5(2).491 (Megalopolis, ii/iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1058] gut, behaglich lebend, im Ggstz von κακόβιος, Thiere, die sich ihren Lebensunterhalt zu verschaffen wissen, καὶ εὐμήχανα πρὸς τὸν βίον Arist. H. A. 9, 11. 16; von Menschen, auf das Sittliche gehend, neben κόσμιος D. Cass. 52, 39.
Russian (Dvoretsky)
εὐβίοτος: легко добывающий себе пропитание (ζῷον Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐβίοτος: -ον, ὁ εὐκόλως εὑρίσκων τὴν τροφὴν αὐτοῦ, ἐπὶ τινων ζῳων, Ἀριστ.π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 23., 11. 5, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, διάγων βίον καλόν, ἀξιότιμος, Δίων Κ. 52, 39.
Greek Monolingual
εὐβίοτος, -ον (Α)
1. (για ζώα) αυτός που βρίσκει την τροφή του εύκολα
2. (για ανθρώπους) αυτός που διάγει ενάρετο βίο («ὅταν σε ὁρῶσι κόσμιον, εὐβίοτον», Δίων Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βίοτος (< βιώ)].