εὐσκευέω

From LSJ
Revision as of 13:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσκευέω Medium diacritics: εὐσκευέω Low diacritics: ευσκευέω Capitals: ΕΥΣΚΕΥΕΩ
Transliteration A: euskeuéō Transliteration B: euskeueō Transliteration C: efskeveo Beta Code: eu)skeue/w

English (LSJ)

to be well equipped, S.Aj.823.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être bien équipé.
Étymologie: εὖ, σκεῦος.

Russian (Dvoretsky)

εὐσκευέω: быть тщательно снаряженным, быть хорошо подготовленным: οὕτω μὲν εὐσκευοῦμεν Soph. вот я и готов.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσκευέω: (ὡς εἰ ἐξ ἐπιθ. εὔσκευος), εἶμαι καλῶς παρασκευασμένος, οὕτω μὲν εὐσκευοῦμεν, «καλῶς παρεσκευάσμεθα, καὶ ἔχομεν πάντα ὧν δεῖ πρὸς θάνατον» (Σχόλ.), -τοὺς λόγους τούτους λέγει ὁ Αἴας πρὸς ἑαυτὸν μικρὸν πρὸ τῆς αὐτοκτονίας -Σοφ. Αἴ. 823.

Greek Monotonic

εὐσκευέω: (όπως αν προερχόταν από το εὔ-σκευος), είμαι καλά εφοδιασμένος, προετοιμασμένος, σε Σοφ.

Middle Liddell

εὐσκευέω, [as if from εὔσκευος
to be well equipt, Soph.