θήρευμα

From LSJ
Revision as of 13:28, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θήρευμα Medium diacritics: θήρευμα Low diacritics: θήρευμα Capitals: ΘΗΡΕΥΜΑ
Transliteration A: thḗreuma Transliteration B: thēreuma Transliteration C: thirevma Beta Code: qh/reuma

English (LSJ)

ατος, τό, (θηρεύω) A spoil, prey, S.Ichn.285, E.IA1162. II pl., hunting, Pl.Lg.823b.

German (Pape)

[Seite 1209] τό, = θήραμα, Eur. I. A. 1162; τὰ πεζὰ θηρεύματα Plat. Legg. VII, 823 b.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
butin de chasse.
Étymologie: θηρεύω.

Russian (Dvoretsky)

θήρευμα: ατος τό (= θήραμα)
1) охотничья добыча, улов (σπάνιον θ. λαβεῖν Eur.);
2) pl. охота: τὰ πεζὰ θηρεύματα Plat. охота на сухопутных зверей.

Greek (Liddell-Scott)

θήρευμα: τό, (θηρεύω) = θήραμα, λάφυρον, λεία, Εὐρ. Ι. Α. 1162. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., κυνήγιον, Πλάτ. Νόμ. 823Β.

Greek Monolingual

το (Α θήραμα) θηρεύω
θήραμα, λεία, λάφυρο
αρχ.
στον πληθ. τὰ θηρεύματα
το κυνήγι.

Greek Monotonic

θήρευμα: -ατος, τό (θηρεύω), = θήραμα, κυνήγι, λεία, θήραμα, σε Ευρ.

Middle Liddell

θήρευμα, ατος, τό, θηρεύω = θήραμα,]
spoil, prey, Eur.

English (Woodhouse)

animals for hunting

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)