κρεηδόκος
ὅθεν λοιπὸν ἐπιτευκτικῶς καὶ ἐν τούτῳ ὁ µακάριος πράξας, ἔµεινεν ἀγαλλόµενος τῷ πνεύµατι· καὶ δοξάζων τὸν θεὸν ἐπὶ τῇ µεγαλειότητι αὐτοῦ, ἐν τῷ τόπῳ ἐκείνῳ ἀπελάσας καὶ τὰ ἀκάθαρτα πνεύµατα τὰ ἐκεῖσε ἐπὶ λύµῃ τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρἰας → Thus, then, the blessed one achieved his aim here, too, and continuing to rejoice in the Spirit, and glorifying God for his greatness, he expelled from this place the impure spirits that lurked there so as to obstruct the salvation of human beings
English (LSJ)
ον, = κρειοδόκος, AP6.101 (Phil.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. κρειοδόκος.
Russian (Dvoretsky)
κρεηδόκος: принимающий в себя, т. е. хранящий мясо (ἐσχάρα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
κρεηδόκος: ον κρειοδόκος, Ἀνθ. Π. 6. 101.
Greek Monolingual
κρεηδόκος, -ον (Α)
κρειοδόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεη- (βλ. κρεο-) + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ακοντοδόκος, θυοδόκος.
Greek Monotonic
κρεηδόκος: και κρειο-δόκος, -ον (δέχομαι), αυτός που περιέχει κρέας, σε Ανθ.