κυματοαγής

From LSJ
Revision as of 13:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡμᾰτοᾱγής Medium diacritics: κυματοαγής Low diacritics: κυματοαγής Capitals: ΚΥΜΑΤΟΑΓΗΣ
Transliteration A: kymatoagḗs Transliteration B: kymatoagēs Transliteration C: kymatoagis Beta Code: kumatoagh/s

English (LSJ)

ές, (ἄγνυμι) breaking like waves, ἆται S.OC1243 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1530] ές, Wogen brechend, bei Soph. O. C. 1245 ch. δειναὶ κυματοαγεῖς ἆται, das wie Wogen anstürmende u. sich brechende, brandende Unheil.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se brise comme les vagues.
Étymologie: κῦμα, ἄγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

κῡμᾰτοᾱγής: разбивающийся наподобие (набегающей) волны (ᾆται Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

κῡμᾰτοᾱγής: -ές, (ἄγνυμι) ὁ ῥηγνύμενος ὡς κῦμα, δειναὶ κυματοαγεῖς ἆται Σοφ. Ο. Κ. 1243.

Greek Monolingual

κυματοαγής, -ές (Α)
αυτός που εκδηλώνεται ή ξεσπά σαν το κύμα («δεινοὶ κυματοαγεῑς ἆται», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -αγής (< ἀγή «σπάσιμο» < ἄγνυμι «σπάζω»)].

Greek Monotonic

κῡμᾰτοᾱγής: -ές (ἄγνυμι), αυτός που ξεσπάει όπως τα κύματα, σε Σοφ.

Middle Liddell

κῡμᾰτο-ᾱγής, ές ἄγνυμι
breaking like waves, Soph.