στέργημα
English (LSJ)
ατος, τό, love-charm, τινος to influence him, S.Tr.1138.
German (Pape)
[Seite 936] τό, = στέργηθρον, Soph. Trach. 1128.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
philtre amoureux.
Étymologie: στέργω.
Russian (Dvoretsky)
στέργημα: ατος τό любовные чары: σ. προσβαλεῖν τινι Soph. околдовать кого-л. любовью.
Greek (Liddell-Scott)
στέργημα: τό, φίλτρον, φυλακτήριον ἔρωτος, «μάγια», τινός, ὅπως ἐπιδράσῃ εἴς τινα, Σοφ. Τρ. 1138.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Α στέργω
στέργηθρον.
Greek Monotonic
στέργημα: -ατος, τό, φίλτρο έρωτα, μάγια που προκαλούν τον έρωτα, τινος, για να ασκήσουν επίδραση πάνω του, σε Σοφ.
Middle Liddell
στέργημα, ατος, τό,
a love-charm, τινος to influence him, Soph. [from στέργω
English (Woodhouse)
Translations
love charm
Bikol Central: lumay; Bulgarian: любовен елексир; Catalan: filtre; Chinese Mandarin: 戀愛漿露, 恋爱浆露; Finnish: lemmenjuoma; French: philtre; Galician: filtro; German: Liebestrank; Greek: φίλτρο; Ancient Greek: φίλτρον, στέργημα, στέργηθρον; Indonesian: ramuan cinta; Italian: filtro; Russian: любовное зелье; Spanish: pócima, pócima de amor, poción de amor, filtro; Ukrainian: приворот-зілля