μέλπηθρον

From LSJ
Revision as of 14:17, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

German (Pape)

[Seite 128] τό (eigtl. Gesang u. Tanz, vgl. μολπή), Ergötzlichkeit, Spiel; μὴ κεῖνος ἀνὴρ ἔτι νοστήσειεν ἐκ Τροίης, ἀλλ' αὖθι κυνῶν μέλπηθρα γένοιτο, d. i. unbestattet, ein Spiel der Hunde werden, Il. 13, 233, wie Πάτροκλον Τρωῇσι κυσὶ μέλπηθρα γενέσθαι, 17, 255. 18, 179.

Russian (Dvoretsky)

μέλπηθρον: τό увеселение, развлечение: κυσὶ μέλπηθρα γενέσθαι Hom. быть отданным псам на поругание.

Greek (Liddell-Scott)

μέλπηθρον: τό, (μέλπω) κυρίως, τὸ ᾆσμα μετὰ χοροῦ, (μόνον ἐν τῆ Ἰλ.) ἀείποτε ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ ἀτάφου πτώματος, κυνῶν μέλπηθρα γένοιτο, λεία τῶν κυνῶν, τέρψις αὐτῶν, Ν. 233· κυσὶ μέλπηθρα γενέσθαι Σ. 255., Τ. 176· πρβλ. μολπή. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μέλπηθρα· σπαράγματα. παίγνια· ἑλκύσματα».

English (Autenrieth)

plaything, pl. sport; κυνῶν, κυσίν, Ν 233, Il. 17.255. (Il.)

Greek Monotonic

μέλπηθρον: τό (μέλπω), τραγούδι που συνοδεύεται από χορό, εορταστικό άθλημα, κυνῶν μέλπηθρα, άθλημα για σκυλιά, όπου αρπάζουν κατασπαραγμένα μέλη θηραμάτων, κυσὶ μέλπηθρα γενέσθαι, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

μέλπηθρον, ου, τό, μέλπω
the song with the dance, festive sport, κυνῶν μέλπηθρα a sport for dogs, of a corpse, κυσὶ μέλπηθρα γενέσθαι Il.