μεταίτης

From LSJ
Revision as of 14:36, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταίτης Medium diacritics: μεταίτης Low diacritics: μεταίτης Capitals: ΜΕΤΑΙΤΗΣ
Transliteration A: metaítēs Transliteration B: metaitēs Transliteration C: metaitis Beta Code: metai/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, beggar, Ph.2.516, Luc.Nec.15 (s.v.l.), Artem. 3.53.

German (Pape)

[Seite 147] ὁ, der Bettler, Luc. Necyom. 15.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
mendiant.
Étymologie: μεταιτέω.

Russian (Dvoretsky)

μεταίτης: ου ὁ просящий подаяния, нищий Luc.

Greek (Liddell-Scott)

μεταίτης: -ου, ὁ, ἐπαίτης, Λουκ. Νεκυομαντ. 15, Ἀρτεμίδ. 3. 53· ― παρὰ Σουΐδ. ὑπάρχει καὶ τύπος μέταιτος, περὶ οὗ λέγει: «μέταιτος, προσαίτης, ἐπαίτης», ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 133, πρβλ. καὶ τὴν λέξιν, προΐκτης.

Greek Monolingual

μεταίτης και, κατά το λεξ. Σούδα, μέταιτος, ὁ (Α) μεταιτώ
επαίτης, ζητιάνος.

Greek Monotonic

μεταίτης: -ου, ὁ, ζητιάνος, σε Λουκ.

Middle Liddell

μεταίτης, ου, ὁ, [from μεταιτέω
a beggar, Luc.