προσκλητικός

From LSJ
Revision as of 15:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκλητικός Medium diacritics: προσκλητικός Low diacritics: προσκλητικός Capitals: ΠΡΟΣΚΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: prosklētikós Transliteration B: prosklētikos Transliteration C: prosklitikos Beta Code: prosklhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, calling, addressing, φωνή Plu.2.354d; π. ἔχει δύναμιν τὸ κάλλος that calls men to it, Ph.2.496.

German (Pape)

[Seite 769] ή, όν, zurufend, anredend, nennend, φωνή, Plut. de Is. et Osir. 9.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui sert à appeler, qui appelle.
Étymologie: προσκαλέω.

Russian (Dvoretsky)

προσκλητικός: зовущий, призывный (φωνή Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

προσκλητικός: -ή, -όν, ὁ χρησιμεύων ἢ ἀνήκων εἰς πρόσκλησιν, Πλούτ. 2. 354D.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α προσκαλῶ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόσκληση
2. αυτός με τον οποίο προσκαλείται κάποιος, αυτός που χρησιμεύει για πρόσκληση
3. προκλητικός, σαγηνευτικός («προσκλητικὴν ἔχει δύμιν τὸ κάλλος», Φίλ.).