συνεσκευασμένως
From LSJ
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
Adv. by joint preparation, v.l. in X.Oec.11.19.
French (Bailly abrégé)
adv.
collectivement, ensemble.
Étymologie: dérivé du part. pf. Pass. de συσκευάζω.
Russian (Dvoretsky)
συνεσκευασμένως: вместе, совместно, сообща (χρῆσθαί τινι Xen. - v.l. συνεσκευασμένοις).
Greek (Liddell-Scott)
συνεσκευασμένως: Ἐπίρρ., διὰ κοινῆς παρασκευῆς, ἑτοιμασίας, ἐν τῷ αὐτῷ χρόνῳ συνεσκευασμένως (διάφ. γραφ. -μένοις) χρῆσθαι τοῖς πρὸς τὴν ῥώμην παρασκευάσμασι Ξεν. Οἰκ. 11. 19.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με κοινή προετοιμασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνεσκευασμένος του συσκευάζω.