ταχύποτμος
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ον, = ταχύμορος, Pi.O.1.66; Ἀνάγκα Lyr. Alex.Adesp. 34.9, cf. IG14.2005, Nonn.D.48.11.
German (Pape)
[Seite 1076] = ταχύμορος, von kurzem Lebensloose, bald sterbend; ἀνέρων ἐθνος, Pind. Ol. 1, 66; Ep. ad. (App. 345); Nonn.
Russian (Dvoretsky)
τᾰχύποτμος: (ῠ) кратковременный, недолговечный (ἀνέρων ἔθνος Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχύποτμος: -ον, = ταχύμορος, Πινδ. Ο. 1. 107, Συλλ. Ἐπιγρ. 6289. ΙΙ. ὁ φέρων ταχὺν θάνατον, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. στίχ. 33.
English (Slater)
τᾰχύποτμος short lived μετὰ τὸ ταχύποτμον αὖτις ἀνέρων ἔθνος (O. 1.66)
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
ταχύμορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + πότμος «τύχη, περιπέτεια» (πρβλ. κακό-ποτμος)].
Greek Monotonic
τᾰχύποτμος: -ον, = ταχύμορος, σε Πίνδ.
Middle Liddell
τᾰχύ-ποτμος, ον, = ταχύμορος, Pind.]