τίν
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
Dor. dat. and acc. of σύ (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1117] dor. = σοί, dat. zu σύ, wie τεΐν, fast immer orthotonirt; Pind.; Callim. 29. 30 (VI, 347. 351); nur Theocr. 21, 28 enklitisch. – Auch accus., = σέ, orthotonirt; Pind. P. 8, 68; Theocr. 11, 39. 55. 68; Apoll. Dysc.
Russian (Dvoretsky)
τίν: дор.
1) (= σοί) dat. к σύ;
2) ( = σέ) acc. к σύ.
Greek (Liddell-Scott)
τίν: [ῑ], Δωρ. δοτ. τοῦ σύ, ὡς τὸ τεΐν. Πινδ. Ο. 11. 113, Θεόκρ. 2. 11, κ. ἀλλ. - οὐδαμοῦ ἐγκλίνεται· διότι ἐν Θεοκρ. 21. 28 ἤδη διορθοῦται τοι ΙΙ. Δωρ. ἀντὶ σέ, ὡσαύτως μετὰ τοῦ τόνου, Κόριννα 4, Πίνδ. 8, 67, Θεόκρ. 11. 39, 55, 68.
Greek Monolingual
και τίνη Α
(δωρ. τ. της δοτ. και αιτ. της προσ. αντων. β' προσ.) βλ. εσύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εσύ].
Greek Monotonic
τίν: [ῑ],
I. όπως το τεΐν, Δωρ. δοτ. του σύ.
II. Δωρ. αντί σέ.