τανυήκης

From LSJ
Revision as of 16:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνυήκης Medium diacritics: τανυήκης Low diacritics: τανυήκης Capitals: ΤΑΝΥΗΚΗΣ
Transliteration A: tanyḗkēs Transliteration B: tanyēkēs Transliteration C: tanyikis Beta Code: tanuh/khs

English (LSJ)

ες, (ἀκή) A = ταναήκης, with long point or edge, ἄορ Il.14.385, Od.10.439, al. II tapering, ὄζοι Il.16.768.

German (Pape)

[Seite 1067] ες, wie ταναήκης, mit langer Spitze, Schneide; τανύηκες ἄορ, Il. 16, 473 Od. 11, 231; auch ὄζοι, Il. 16, 768, weit ausgestreckt.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
1 à longue pointe, à la pointe aiguë;
2 qui s'allonge.
Étymologie: τανύω, ἀκή.

Russian (Dvoretsky)

τᾰνῠήκης:
1) с длинным лезвием (ἄορ Hom.);
2) вытянутый, протянувшийся (ὄζοι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνυήκης: -ες, (ἀκὴ) ὡς τὸ ταναήκης, ὁ μακρὰν καὶ παρατεταμένην ἔχων τὴν ἀκήν, ὁ κατὰ μῆκος ἠκονημένος, τανύηκες ἄορ. Ἰλ. Ξ. 385, Ὀδ. Κ. 439, κλπ. ΙΙ. τεταμένος, μακρός, αἵ τε πρὸς ἀλλήλας ἔβαινον τανυήκεαας ὅζους Ἰλ. Π. 768.

English (Autenrieth)

ες: with thin edge or point, keen, tapering, Il. 16.768.

Greek Monolingual

τανύηκες, Α
βλ. ταναήκης.

Greek Monotonic

τᾰνυήκης: -ες (τανύω, ἀκή
I. όπως το ταναήκης, αυτός που έχει με μακριά ακίδα ή άκρη, σε Όμηρ.
II. μακρύς, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

τᾰνυ-ήκης, ες τανύω, ἀκή]
I. like ταναήκης, with long point or edge, Hom.
II. tapering, Il.