τερμόνιος

From LSJ
Revision as of 16:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνονPlato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερμόνιος Medium diacritics: τερμόνιος Low diacritics: τερμόνιος Capitals: ΤΕΡΜΟΝΙΟΣ
Transliteration A: termónios Transliteration B: termonios Transliteration C: termonios Beta Code: termo/nios

English (LSJ)

α, ον, at the world's end, πάγος A.Pr.117 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1094] = τέρμιος; Aesch. πάγος, Prom. 117; τὸ τερμόνιον, Philodem. 12 (XI, 20), f. L. τερμόριον.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui est à l'extrémité.
Étymologie: τέρμων.

Russian (Dvoretsky)

τερμόνιος: находящийся на краю света, отдаленнейший (πάγος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

τερμόνιος: -α, -ον, ὁ πρὸς τὸ τέλος τῆς γῆς, ἵκετο τερμόνιον ἐπὶ πάγον Αἰσχύλ. Πρ. 117.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α τέρμων, -ονος]
αυτός που βρίσκεται προς το τέρμα, στο άκρο της γης, ο έσχατος («ἵκετο τερμόνιον πάγον», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

τερμόνιος: -α, -ον, αυτός που βρίσκεται κοντά στο τέλος της γης, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

τερμόνιος, η, ον
at the world's end, Aesch. [from τέρμων