χαλκάρματος

From LSJ
Revision as of 16:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκάρμᾰτος Medium diacritics: χαλκάρματος Low diacritics: χαλκάρματος Capitals: ΧΑΛΚΑΡΜΑΤΟΣ
Transliteration A: chalkármatos Transliteration B: chalkarmatos Transliteration C: chalkarmatos Beta Code: xalka/rmatos

English (LSJ)

ον, with brazen chariot, epithet of Ares, Pi.P.4.87.

German (Pape)

[Seite 1329] mit ehernem Wagen, auf ehernem Wagen fahrend, πόσις Ἀφροδίτας, Pind. P. 4, 87, d. i. Ares.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au char d'airain.
Étymologie: χαλκός, ἅρμα.

Russian (Dvoretsky)

χαλκάρμᾰτος: едущий на медной (бронзовой) колеснице: χ. πόσις Ἀφροδίτας Pind. = Ἄρης.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκάρμᾰτος: -ον, ὁ ἔχων χαλκοῦν ἅρμα, ἐπίθ. τοῦ Ἄρεως, χαλκάρματος πόσις Ἀφροδίτας Πινδ. Π. 4. 155.

English (Slater)

χαλκάρμᾰτος with bronze chariot epithet of Aresχαλκάρματος πόσις Ἀφροδίτας” (P. 4.87)

Greek Monolingual

-ον, Α
(για τον Άρη) αυτός που είναι πάνω σε χάλκινο άρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -άρματος (< ἅρμα, -ατος), χρυσ-άρματος].

Greek Monotonic

χαλκάρμᾰτος: -ον (ἅρμα), αυτός που έχει χάλκινο άρμα, σε Πίνδ.

Middle Liddell

χαλκ-άρμᾰτος, ον, ἅρμα
with brasen chariot, Pind.