χωρογραφία
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
ἡ, A description of a country or countries, Plb.34.1.5, Str.8.3.17; title of works by Varro, Cicero, etc., cf. Ptol.Geog.Praef.1: pl., plans or maps, SIG685.71 (Magn. Mae., ii B. C.), Vitr.8.2.6. II Astrol., assignment of countries to their tutelary sign or planet, Vett.Val.360.24.
German (Pape)
[Seite 1388] ἡ, Beschreibung von Ländern, Gegenden, Pol. 34, 1,4.
Russian (Dvoretsky)
χωρογρᾰφία: ἡ описание страны Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
χωρογρᾰφία: ἡ, περιγραφὴ χωρῶν, Πολύβ. 34. 1, 4, Στράβ. 346.
Greek Monolingual
η, ΝΑ χωρογράφος
γενική περιγραφή μιας χώρας και ιδίως της μορφολογίας του εδάφους της
αρχ.
1. αστρολ. η απόδοση τών διαφόρων χωρών στούς αστερισμούς ή τους πλανήτες που τίς προστατεύουν
2. ως κύριο όν. Χωρογραφία
τίτλος έργων του Βάρρωνος και του Κικέρωνος
3. στον πληθ. αἱ χωρογραφίαι
σχεδιαγράμματα τόπων.