ἀντιμέλλω
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
wait and watch against one, ἀντιμελλησαι Th.3.12 (Sch. for ἀντεπι-).
Spanish (DGE)
demorarse a su vez Th.3.12.
German (Pape)
[Seite 255] (s. μέλλω), dagegen, ebenfalls zögern, Thuc. 3, 12, s. ἀντεπιμέλλω.
French (Bailly abrégé)
différer ou temporiser à son tour.
Étymologie: ἀντί, μέλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιμέλλω: со своей стороны медлить, в свою очередь выжидать (ἀντεπιβουλεῦσαι καὶ ἀντιμελλῆσαι Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιμέλλω: περιμένω καὶ ἐγὼ καιροφυλακῶν ἐναντίον τινός, ἀντιμελλῆσαι Θουκ. 3. 12, ἐκ διορθώσ. τοῦ Βεκκ. ἀντὶ τῆς γραφ. τοῦ χειρογρ. ἀντεπιμελλῆσαι.
Greek Monolingual
ἀντιμέλλω (Α)
περιμένω καιροφυλακτώντας εναντίον κάποιου.
Greek Monotonic
ἀντιμέλλω: μέλ. -μελλήσω, περιμένω και καιροφυλακτώ, απαρ. αορ. αʹ ἀντιμελλῆσαι, σε Θουκ.
Middle Liddell
to wait and watch against one, aor1 inf. ἀντιμελλῆσαι, Thuc.