ἀποκαθίζω
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
English (LSJ)
A sit apart, of a judge, ἐν τῷ γυμνασίῳ Plb.31.6.3. II sit down, Plu.2.649c; of the uterus, slip down, Sor. 2.85.
Spanish (DGE)
I 1sentarse aparte ἐν τῷ γυμνασίῳ Plb.31.6.3, ἀποκαθίσαι ἐπὶ τοῦ συγγραφὰς ἢ συλλογισμοὺς ἀναλύειν haber(me) retirado a analizar tratados o silogismos M.Ant.1.17, cf. UPZ 78.21
•sentarse para descansar, de un caminante, Plu.2.649b.
2 desplazarse, caerse la matriz, Sor.148.20.
German (Pape)
[Seite 305] (s. ἵζω), sich niederlassen, ἀποκαθίσας Pol. 31, 10, in der Entfernung; um auszuruhen, ὁδοιπόρου δι' ἀσθένειαν πολλάκις ἀποκαθίζοντος Plut. Symp. 3, 2, 2. – Med. s. ἀποκάθημαι.
French (Bailly abrégé)
part. ao. ἀποκαθίσας;
s'asseoir à terre.
Étymologie: ἀπό, καθίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκαθίζω:
1) сидеть отдельно Polyb.;
2) присаживаться, садиться (δι᾽ ἀσθένειαν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκαθίζω: κάθημαί που ἢ εἰς παράμερον θέσιν, ἀποκαθίσας ἐν τῷ γυμνασίῳ Πολύβ. 31. 10, 3. ΙΙ. καθίζω ὅπου τύχῃ ὅπως ἀναπαυθῶ, ὥσπερ ὁδοιπόρου δι’ ἀσθένειαν πολλάκις ἀποκαθίζοντος Πλούτ. 2. 649Β.
Greek Monolingual
(Α ἀποκαθίζω)
κάθομαι για να ξεκουραστώ
αρχ.
1. κάθομαι παράμερα
2. κάθομαι.