ἄθροισμα
English (LSJ)
τό,
A that which is gathered, a gathering, ἀστῶν E.Or.874, cf. LXX 1 Ma.3.13; κυνῶν D.S.34.2.30.
2 process of aggregation, Pl.Tht.157b; aggregate, τέχνη ἄθροισμα καταλήψεων Chrysipp.Stoic.2.23; ψυχὴ ἐννοιῶν καὶ προλήψεων ἄθροισμα ib.2.228, cf. Gal.1.67; compound, Max. Tyr.40.5.
II in Epicur. philos., assemblage of atoms, Epicur. Fr.59, al.; especially of the human organism, Id.Ep.1p.19U., al.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I de pers. y seres vivos reunión, aglomeración c. gen. ἀστῶν E.Or.874, ἄθροισμα καὶ ἐκκλησία πιστῶν LXX 1Ma.3.13, ἀνθρώπων D.C.11.4, τὸ τῶν χιλίων ἄθροισμα la asamblea de los mil D.L.8.66, κυνῶν jauría D.S.34.2.30, τὸ ἄθροισμα τῶν ἐκλεκτῶν la asamblea de los elegidos e.d. la Iglesia Clem.Al.Strom.7.5.29
•conjunto de personas, colectivo A.D.Synt.260.9.
II de cosas
1 c. gen. acumulación, conjunto, suma ταλάντων D.S.11.47, τῆς χιόνος D.L.10.108
•abs. σύνοδος, σύλλογος, ἄθροισμα, ἀγερμός Poll.9.142, ἰατρικὴ μὲν ἦν τὸ σύμπαν ἄθροισμα la medicina era toda la colección (de observaciones), Gal.1.67, τὰ ἐπιμεριζόμενα, μέρη ὄντα ὅλου ἀθροίσματος lo que es parte, al serlo de un conjunto total A.D.Synt.43.8.
2 fil. unión, conjunto ᾧ ἀθροίσματι ἄνθρωπον τίθενται a cuyo conjunto (de individuos) llaman «hombre» Pl.Tht.157b, διὰ τὸ μικρῶν εἶναι καὶ πυκνῶν ἄθροισμα πομφολύγων = por ser un conjunto de glóbulos pequeños y compactos Plu.2.649c, ἄθροισμα συγκεφαλαιωθέντων μερῶν Nicom.Ar.1.14.3, ἄθροισμα καταλήψεων Chrysipp.Stoic.2.23, cf. 2.228, αὐτῶν Procl.in Ti.3.11.34
•compuesto Max.Tyr.40.5.
3 entre los epicúreos conjunto de átomos, estructura atómica Epicur.Fr.[21] 2.8, esp. del cuerpo humano, Epicur.Ep.[2] 69, cf. 62.3, 63.3
•estructura corporal D.L.10.63.
German (Pape)
[Seite 48] τό, Versammlung, λαοῦ Eur. Or. 872; Häufung, Masse, Plat. Theaet. 157 b.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ce qui est rassemblé :
1 rassemblement, agglomération (de personnes, de peuples) ; assemblée de fidèles, église;
2 réunion, cohésion (de choses) ; dans la philo. épicurienne, concours des atomes.
Étymologie: ἀθροίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἄθροισμα: атт. ἅθροισμα, ατος τό
1) собрание, скопление, стечение (ἀστῶν Eur.);
2) совокупность, целое Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἄθροισμα: τὸ συναθροισθέν, συνάθροισις, λαοῦ, Εὐρ. Ὀρ. 874. 2) ἡ ἐνέργεια τῆς συναθροίσεως, Πλάτ. Θεαίτ. 157Β. ΙΙ. παρ’ Ἐπικούρ. τῷ φιλοσόφ. = ἡ συνδρομὴ τῶν ἀτόμων, Διογ. Λ. 8. 66.
Greek Monotonic
ἄθροισμα: τό, συνάθροιση, μάζωξη· λαοῦ, σε Ευρ.
Middle Liddell
[from ἀθροίζω
a gathering, λαοῦ Eur.