ἐγκρυφιάζω
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
English (LSJ)
intr., A keep oneself hidden, act underhand, Ar.Eq.822. 2 hide, conceal, πάθος Procop.Arc.1: abs., Id.Vand.1.25.
Spanish (DGE)
(ἐγκρῠφιάζω) 1 intr. actuar a escondidas ἐλελήθεις ἐγκρυφιάζων Ar.Eq.822, cf. Sch.ad loc., Procop.Pers.1.11.15, Vand.1.25.19.
2 tr. ocultar τὸ πάθος Procop.Arc.1.36, στρατιωτῶν πλῆθος Procop.Pers.2.28.32.
German (Pape)
[Seite 710] sich verborgen halten, heimlich thun, Ar. Equ. 822, nach dem Schol. mit Anspielung auf das Folgde.
French (Bailly abrégé)
se tenir caché.
Étymologie: ἐγκρυφίας.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκρῠφιάζω: действовать исподтишка, прятаться Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκρῠφιάζω: ἐμετάβ., ἐγκρύπτω ἐμαυτὸν, ἐγκρύπτω τι, ἐνεργῶ κρυφίως, Ἀριστοφ. Ἱππ. 822, μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξεως ἐγκρυφίας.
Greek Monolingual
ἐγκρυφιάζω (Α)
1. κρύβομαι κάπου, ενεργώ κρυφά
2. αποκρύπτω.
Greek Monotonic
ἐγκρῠφιάζω: (κρύφιος), αμτβ., κρύβομαι, ενεργώ στα κρυφά, σε Αριστοφ.