ἐλλειπτικός
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
English (LSJ)
ή, όν, in Gramm., A elliptic, defective, σχῆμα Eust.66.24, cf. A.D.Conj.226.20: c.gen., τῶν μορίων Id.Synt. 141.14. Adv. -κῶς Phlp.in APr.316.30, Eust.1080.17. b summary, brief, Gal.15.796. Adv. -κῶς Id.18(1).881.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1gram., lit. abreviado, elíptico, sucinto λόγος A.D.Coni.226.20, σχῆμα Eust.66.44, 319.35, κατὰ τὸν ἐλλειπτικὸν τρόπον ... γεγραμμένα Gal.15.796, c. gen. τῶν προκειμένων μορίων A.D.Synt.141.15, αἱ προθέσεις ἐλλειπτικαί εἰσι τῶν ῥημάτων EM 357.38G.
•de un autor cuya obra está falta de, que no utiliza c. dat. limitativo ἐ. γάρ ἐστι τοῖς ἄρθροις ὁ ποιητής Sch.Er.Il.2.665.
2 geom., astr. en forma de elipse, elíptico subst. τὰ ἐλλειπτικά órbitas elípticas Eust.1397.14, cf. tb. ἐκλειπτικός.
III adv. -ῶς
1 gram. sucinta, compendiosamente εἴρηται ... τελέως καὶ σαφῶς ... ὡς νῦν οὐκ ἐ. Gal.18(2).881.
2 ret. por medio de elipsis, elípticamente τινὲς ... τῶν προτεινομένων συλλογισμῶν ἐ. εἰρημένοι Phlp.in APr.316.30, cf. Sch.A.Th.466-7a, Eust.1080.17.
German (Pape)
[Seite 800] ή, όν, dasselbe, elliptisch, Eust.
Russian (Dvoretsky)
ἐλλειπτικός: грам. эллиптический, недостаточный, неполный.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλλειπτικός: -ή, -όν, παρὰ Γραμματικοῖς ὁ ἔχων ἔλλειψιν, στερούμενος τύπων τινῶν, ἐλλιπής, ἀτελής, Εὐστ. 66. 24. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ἴδε ἔλλειψις.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐλλειπτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που παρουσιάζει ελλείψεις
2. φρ. α) «ελλειπτικά ονόματα» — τα ονόματα που απαντούν μόνο σε ένα αριθμό (π.χ. τα Χριστούγεννα, ο άργυρος, τα μεσάνυχτα, ο νότος) ή σε ένα αριθμό και ορισμένες μόνο πτώσεις (η θέμις, το σέβας, αλλήλους κ.ά.)
2. «ελλειπτικά ρήματα» — όσα δεν σχηματίζουν όλους τους χρόνους από το ίδιο θέμα
νεοελλ.
1. εκείνος που έχει σχήμα έλλειψης, ο ελλειψοειδής
2. (για φράσεις, ύφος του λόγου ή της ερμηνείας κ.λπ.) αυτός που συνειδητά και περίτεχνα πολλές φορές παραλείπει ό,τι θεωρεί περιττό και εκφράζεται με αποτελεσματική βραχυλογία.