ἐπιπώλησις

From LSJ
Revision as of 19:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπώλησις Medium diacritics: ἐπιπώλησις Low diacritics: επιπώλησις Capitals: ΕΠΙΠΩΛΗΣΙΣ
Transliteration A: epipṓlēsis Transliteration B: epipōlēsis Transliteration C: epipolisis Beta Code: e)pipw/lhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, going round, visitation, a name given by Gramm. to the latter half of Il.4, IG14.1290.59 (prob.), cf. Str.9.1.10, Plu.2.29a.

German (Pape)

[Seite 974] ἡ, das Umhergehen, die Heerschau, so hieß die letzte Hälfte des vierten Buches der Iliade, Plut. de aud. poet. 9 u. Eust.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de passer en revue, revue.
Étymologie: ἐπιπωλέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπώλησις: εως ἡ обход, осмотр: Ἀγαμέμνονος ἐ. «смотр Агамемнона» (заглавие ст. 223-544 IV песни Илиады, данное в XII в. н. э. Евстафием Фессалоникийским).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπώλησις: -εως, ἡ, τὸ περιέρχεσθαι, ἐπίσκεψις, ἐπιθεώρησις, ὄνομα διδόμενον ὑπὸ τῶν γραμματικῶν εἰς τὸ δεύτερον ἥμισυ τοῦ Δ τῆς Ἰλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 6129b. 59, πρβλ. Πλούτ. 2. 29Α.

Greek Monolingual

ἐπιπώλησις, ἡ (Α) επιπωλούμαι
επίσκεψη, επιθεώρηση και ιδίως όνομα που απέδιδαν οι αρχαίοι γραμματικοί στο δεύτερο μισό της ραψωδίας Δ της Ιλιάδας («τοῦ Ἀγαμέμνονος ἐν τῇ ἐπιπωλήσει τὸν Διομήδην λοιδορήσαντος», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ἐπιπώλησις: -εως, ἡ, περιφορά, τριγύρισμα, επιθεώρηση, όνομα που δόθηκε στο δεύτερο μισό του Δ της Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἐπιπώλησις, εως [from ἐπιπωλέομαι
a going round, inspection, name given to the latter half of Il. 4.