ὀνοματογραφία
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
ἡ, writing of names, LXX 1 Es.6.12, S.E.M.11.67.
German (Pape)
[Seite 349] ἡ, das Schreiben des Namens, S. Emp. adv. eth. 67.
Russian (Dvoretsky)
ὀνομᾰτογρᾰφία: ἡ записывание имен Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνομᾰτογρᾰφία: ἡ, τὸ γράφειν ὀνόματα, Ἑβδ. (Α΄ Ἔσδρ. Ϛ΄, 12), Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 67· ― ὀνομᾰτογράφος, ον, ὁ γράφων ἢ ἐπιγράφων ὀνόματα, Τζέτζ. ἐν Κραμήσου Παρισ. Ἀνεκδ. τ. 1, σ. 62, 2.
Greek Monolingual
ὀνοματογραφία, ἡ (Α)
1. καταγραφή ονομάτων σε κατάλογο
2. ονομαστικός κατάλογος προσώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα, -ατος + -γραφία].