ὀξυρεπής

From LSJ
Revision as of 21:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠρεπής Medium diacritics: ὀξυρεπής Low diacritics: οξυρεπής Capitals: ΟΞΥΡΕΠΗΣ
Transliteration A: oxyrepḗs Transliteration B: oxyrepēs Transliteration C: oksyrepis Beta Code: o)cureph/s

English (LSJ)

ές, = ὀξύρροπος, ὀ. δόλῳ with quick-turning art. Pi.O.9.91; ὀξυρρεπής in Hsch.

German (Pape)

[Seite 354] ές, poet, = ὀξυῤῥεπής, Pind. Ol. 9, 98, δόλος.

Russian (Dvoretsky)

ὀξυρεπής: Pind. = ὀξύρροπος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠρεπής: -ές, = ὀξύρροπος, ὀξυρ. δόλῳ, μετ’ εὐστρόφου δολιότητος, Πινδ. Ο. 9. 138· ὀξυρρεπὴς ἐν Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1015, καὶ παρ’ Ἡσύχ.:» ὀξυρρεπής· ὀξέως βαρῶν, ἢ ῥέπων, ἢ κινούμενος»· ― Ἐπίρρ. ὀξυρρεπῶς, Μᾶρκ. Ἐρημ. 1041Β.

English (Slater)

ὀξῠρεπής delicately poised φῶτας δ' ὀξυρεπεῖ δόλῳ ἀπτωτὶ δαμάσσαις i. e. by swiftly shifting balance (O. 9.91)

Greek Monolingual

ὀξυρεπής και, κατά τον Ησύχ., ὀξυρρεπής, -ές (Α)
1. αυτός που διακρίνεται για την ευστροφία του («ὀξυρεπεῑ δόλῳ» — με εύστροφη δολιότητα, Πίνδ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀξυρρεπής
ὀξέως βαρῶν, ἤ ῥέπων, ἤ κινούμενος».
επίρρ...
ὀξυρρεπῶς (Α)
με οξυρεπή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -(ρ)ρεπής (< ρέπω «γέρνω»), πρβλ. ισο-ρρεπής].

Greek Monotonic

ὀξῠρεπής: -ές (ῥέπω), = οξύρροπος, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ὀξῠ-ρεπής, ές ῥέπω = ὀξύρροπος, Pind.]