ὑποτρίβω
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
English (LSJ)
[ῑ],
A rub a little or rub gently, Hp.Genit.1.
2 rub down for mixing in a dish, σήσαμ' ὑ. εἰς ταύτην (sc. ἅλμην) Damox.2.38, cf. Cratin.27; v. ὑπότριμμα.
II rub off beneath or rub off gradually:— Pass., ὑποτρίβεσθαι τὰς ὁπλάς, of horses, wear their hoofs off, D.S. 17.94: so intr. in Act., ὑποτρίβουσι τοῖς ποσί Hippiatr.53: cf. foreg.
III in Pass., to be aggravated or become chronic, of diseases, Aët.9.35.
French (Bailly abrégé)
frotter en dessous, user en dessous par le frottement ; abs. user le sabot en parl. d’un cheval.
Étymologie: ὑπό, τρίβω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποτρίβω: (ῑ) стирать снизу: τὰς ὁπλὰς ὑποτρίβεσθαι Diod. (о лошади) стирать себе копыта.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτρίβω: [ῑ], μέλλ. -ψω, τρίβω ὀλίγον ἢ ἠρέμα, Ἱππ. 231. 46. 2) τρίβω τι πρὸς ἀνάμιξιν, καὶ σήσαμ’ ὑποτρίβοντες εἰς ταύτην (δηλ. τὴν ἅλμην) Δαμόξενος ἐν «Συντρόφοις» 1. 38, πρβλ. Κρατῖνον ἐν «Δηλιάσι» 7· καὶ ἴδε ὑπότριμμα. ΙΙ. τῶν ἵππων τὰς ὁπλὰς ὑποτετρῖφθαι συνέβαινε, συνέβαινε νὰ φθείρωνται ἐκ τῆς πολλῆς τριβῆς αἱ ὁπλαὶ τῶν ἵππων, Διόδ. 17. 94· πρβλ. τὸ προηγ.
Greek Monolingual
ΜΑ τρίβω
1. τρίβω ελαφρά
2. τρίβω και ανακατεύω με άλλο υλικό
3. (το παθ.) ὑποτρίβομαι
(για τις οπλές τών αλόγων) φθείρομαι από το τρίψιμο.
Greek Monotonic
ὑποτρίβω: [ῑ], μέλ. -ψω, σκουπίζω, τρίβω τα υπολείμματα φαγητού ενός πιάτου, σε Κρατίν.