ἀποβάθρα
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
Ion. ἀποβάθρη, ἡ, A ladder for disembarking, ladder for disembarkation, ladder for debarcation, gangway, Hdt.9.98, Th.4.12, Luc.DMort.10.1. II = λάσανον 1, Suid.
ἀπόβαθρα, τά, sacrifices on disembarkation, D.C.40.18; perhaps to be read in S.Fr.415.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
en las naves de guerra pasarela o plancha para el abordaje, Hdt.9.98, o el desembarco, Th.4.12, cf. S.Fr.415 (pero v. la palabra anterior), Longus 2.28, Plu.2.347b
• de pasajeros pasarela o escalerilla Luc.Nau.15, Tox.20, de la barca de Caronte, Luc.DMort.10.1.
German (Pape)
[Seite 296] ἡ, Leiter zum Herabsteigen, bes. vom Schiffe; Phrynich. B.A. 12 ἡ τῆς νεὼς ἔκβασις, δι' ἧς εἴσιμεν καὶ ἔξιμεν; Her. 9, 98 Thuc. 4, 12 Luc. Tox. 20; Hesych. u. B. A. p. 426 ἀποβάθρα, = ἀποβατήρια; Soph. frg. 364 vielleicht ἀπόβαθρα, das Landungsopfer.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
échelle de débarquement ou d'embarquement.
Étymologie: ἀποβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποβάθρα: ион. ἀποβάθρη ἡ сходни, трап Her. etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβάθρα: Ἰων. –βάθρη, ἡ, σανὶς τιθεμένη ἀπὸ τοῦ πλοίου μέχρι τῆς ξηρᾶς πρὸς ἔξοδον καὶ εἴσοδον, «σκάλα», «ἡ τῆς νεὼς ἔκβασις, δι’ ἧς εἴσιμέν τε καὶ ἔξιμεν» Α. Β. 12, 31, «ἀποβατηρία, κλῖμαξ νεὼς» Ἡσύχ. Ἡρόδ. 9. 98, Σοφ. Ἀποσπ. 364, Θουκ. 4. 12. ΙΙ. κατὰ Σουΐδ., = λάσανον Ι.
Greek Monolingual
η (AM ἀποβάθρα)
σανίδα ή κινητή σκάλα που χρησιμεύει για την επιβίβαση ή αποβίβαση των επιβατών των πλοίων
νεοελλ.
χώρος με διαμόρφωση κατάλληλη για την επιβίβαση ή αποβίβαση ανθρώπων ή εμπορευμάτων σε πλοία και σιδηροδρόμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + βάθρα (η), παράλληλος τ. του βάθρον < βαίνω].
ἀπόβαθρα, τα (Α)
θυσίες που γίνονταν κατά την αποβίβαση από τα πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + πληθ. του βάθρον < βαίνω].
Greek Monotonic
ἀποβάθρα: Ιων. -βάθρη, ἡ, σκάλα που χρησιμεύει στην αποβίβαση των επιβατών από το πλοίο, δίοδος στις δύο πλευρές κάτω από το κατάστρωμα του πλοίου, σε Ηρόδ., Θουκ.
Middle Liddell
a ladder for disembarking, a gangway, Hdt., Thuc.