Ἕλλα
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
Διὸς ἱερὸν ἐν Δωδώνῃ, Hsch. (cf. Σελλοί).
Spanish (DGE)
Hela
1 emporio de Asia, en el reino de Átalo, quizá Elea en Eólide, Plb.16.40.3.
2 v. Ἕλλη.
French (Bailly abrégé)
dor. c. Ἕλλη.
English (Slater)
Ἕλλα daughter of Athamas and Nephele. πανδείματοι μὲν ὑπὲρ πόντιον Ἕλλας πόρον ἱερόν fr. 189. test., Strabo 2. 91. 9: ὥς φησιν ἐν τοῖς ὕμνοις Πίνδαρος, διὰ παρθένιον Ἕλλας πορθμόν fr. 33a = fr. 51. Schr. v. Ἡρακλέης test.