άθλο

From LSJ
Revision as of 09:29, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source

Greek Monolingual

το (Α ἆθλον και ασυναίρ. ἄεθλον)
βραβείο, έπαθλο, γέρας
νεοελλ.
(συνήθως στον πληθυντικό ειρωνικά) τα άθλα, κατορθώματα, αξιοκατάκριτες πράξεις
αρχ.
1. βραβείο σε αγώνα, βραβείο, επιβράβευση, αμοιβή
2. άθλος, αγώνας, επίπονη προσπάθεια, πάλη
3. το μέρος όπου γίνονται οι αγώνες
4. φρ. «ἆθλα κεῖται ήπρόκειται», ορίζονται βραβεία
«ἆθλα λαμβάνω», κερδίζω βραβείο
«ἆθλα προφαίνω ήπροτίθημι», προτείνω, προσφέρω βραβείο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄεθλον
το ουδ. του επιθ. ἄεθλος, που χρησιμοποιήθηκε ως ουσιαστικό
με συναίρεση προέκυψε ο τ. ἆθλον, το.
ΠΑΡ. άθλιος, αρχ. ἀθλεύω.
ΣΥΝΘ. αθλοθέτης, αθλοφόρος, αρχ. ἀθλοθετήρ.