ηδυμελής

From LSJ
Revision as of 09:40, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰς ὁδόν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε → go not into the way of the Gentiles (Matthew 10:5)

Source

Greek Monolingual

-ές (AM ἡδυμελής, Α δωρ. τ. ἁδυμελής, αιολ. τ. ἁδυμελής, -ές, ποιητ. θηλ. ἡδυμέλεια)
αυτός που τραγουδάει γλυκά, αρμονικός, γλυκύφθογγος, μελωδικός («ἁδυμελεῖ δ' ἐξάρχετε φωνᾷ», Πίνδ.)
μσν.-αρχ.
αυτός που ηχεί γλυκά.
επίρρ...
ηδυμελώς
με γλυκύτητα, με μελωδικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -μελής (< μέλος «άσμα, μελωδία, τραγούδι»), πρβλ. εμμελής, θελξιμελής].