πλεονεκτώ

From LSJ
Revision as of 09:45, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek Monolingual

πλεονεκτῶ, -έω, ΝΜΑ πλεονέκτης
1. έχω, αποκτώ ή κερδίζω περισσότερα σε σχέση με άλλον ή άλλους (α. «η Γερμανία πλεονεκτεί οικονομικά στην Ευρώπη» — β «ἐλπίσαντες ἔτεροι δυνάμει τι πλεονεκτήσειν», Θουκ.)
2. υπερτερώ έναντι άλλου, βρίσκομαι σε ανώτερη ή ισχυρότερη θέση (α. «η δική σας ομάδα πλεονεκτεί στον όμιλό της, η δική μας μειονεκτεί» β. «καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ περιγίγνεσθαι καὶ πλεονεκτεῖν τῶν ἐχθρῶν», Πλάτ. γ. «τῶν ἀλόγων ζῴων πλεονεκτεῖτε τῷ λόγῳ», Κλήμ.)
μσν.-αρχ.
1. έχω, απαιτώ ή διεκδικώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι, επιδεικνύω απληστία («αἰσχρὸν καὶ ἄδικον τὸ πλεονεκτεῖν», Πλάτ.)
2. κερδίζω κάποιον με απάτη, εξαπατώ («τὸ μὴ ὑπερβαίνειν καὶ πλεονεκτεῖν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ», ΚΔ)
3. συμπεριφέρομαι τυραννικά, εξουσιάζω, τυραννώ κάποιον («ἄσκησις γὰρ οὐ πλεονεκτεῖ φύσιν ποτέ», Νείλ)
αρχ.
1. γίνομαι ισχυρότερος εις βάρος άλλου, ατόμου ή θεσμού («τὸ πλεονεκτεῖν τῶν τεθέντων νόμων», Πλάτ.)
2. (το παθ. απρόσ.)
πλεονεκτεῖται
αποτελεί πλεονεξία, είναι πλεονεξία.