ουτάω
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
Greek Monolingual
οὐτάω και οὔτημι και οὐτάζω (Α)
1. χτυπώ με όπλο, τραυματίζω (α. «πολλοὶ δ' οὐτάζοντο κατὰ χρόα νηλέι χαλκῷ» Ομ. Ιλ.
β. «οὖτα δὲ δουρὶ παρ' ὀμφαλόν», Ομ. Ιλ.)
2. χτυπώ με το χέρι και τραυματίζω («Κύπριδα μὲν πρῶτα σχεδὸν οὔτασε χεῖρ' ἐπὶ καρπῷ», Ομ. Ιλ.)
3. πλήττω με κεραυνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το ρ. συνδέεται με τη λ. ὠτειλή «τραύμα» (πρβλ. οὐταμένην ὠτειλήν), ενώ κατ' άλλους πρόκειται για δάνεια λ.].